αβγατίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αβγατίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αβγατίζω
  2. θα αβγατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβγατίζω
  3. να αβγατίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβγατίζω