αβγατίσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αβγατίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβγατίζω
- θα αβγατίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβγατίζω