αβγοζύγης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβγοζύγης < αβγό + ζύγι (αυτός που ζυγίζει ακόμη και το αβγό και το πουλάει ανάλογα με το βάρος του)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγοζύγης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγοζύγης
|