αβγοκόψω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αβγοκόψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβγοκόβω
  2. θα αβγοκόψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβγοκόβω