αβγοτάραχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβγοτάραχο τα αβγοτάραχα
      γενική του αβγοτάραχου των αβγοτάραχων
    αιτιατική το αβγοτάραχο τα αβγοτάραχα
     κλητική αβγοτάραχο αβγοτάραχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγοτάραχο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβγοτάραχον / ἀβγοτάριχον < ἀβγόν + αρχαία ελληνική τάριχος (ψάρι καπνιστό)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vɣoˈta.ɾa.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βγο‐τά‐ρα‐χο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Πακέτα αβγοτάραχο σε βιτρίνα καταστήματος.

αβγοτάραχο ουδέτερο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]