Μετάβαση στο περιεχόμενο

αβγοτάραχο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβγοτάραχο τα αβγοτάραχα
      γενική του αβγοτάραχου των αβγοτάραχων
    αιτιατική το αβγοτάραχο τα αβγοτάραχα
     κλητική αβγοτάραχο αβγοτάραχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πακέτα αβγοτάραχο σε βιτρίνα καταστήματος.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβγοτάραχο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀβγοτάραχον / ἀβγοτάριχον < ἀβγόν + αρχαία ελληνική τάριχος (ψάρι καπνιστό)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vɣoˈta.ɾa.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγοτάραχο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβγοτάραχο ουδέτερο

  • (γαστρονομία) εδώδιμα διατηρημένα αβγά του ψαριού κέφαλος ή μπάφα (ιδιαίτερο προϊόν των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού)
      Το αβγοτάραχο είναι εντελώς αγνή και υψηλής ποιότητας τροφή. Περιέχει ισορροπημένες πρωτεΐνες, σημαντικές ποσότητες Ω-3 λιπαρών οξέων, καθώς και βιταμίνες C, Ε, ψευδάργυρο και σελήνιο, ενώ δεν περιέχει συντηρητικά, πρόσθετα, χρωστικές ή άλλες τεχνητές ουσίες.
    Δώρα Δημητρούλα, Αβγοτάραχο, το ελληνικό χαβιάρι, cantina.protothema.gr, 18 Δεκεμβρίου 2014

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αβγοτάραχο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)