αβγοτέμπερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβγοτέμπερα < αβγ(ό) + -ο- + τέμπερα (< ιταλική tempera) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vɣoˈtem.pe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐τέ‐μπε‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγοτέμπερα θηλυκό
- (ζωγραφική) χρώμα για τη ζωγραφική (τέμπερα) που έχει ως βασικό συστατικό μαζί με το νερό και το αβγό
- (ζωγραφική) η τεχνική ζωγραφικής με χρήση των παραπάνω χρωμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγοτέμπερα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)