αβεβαιότητα δικαίου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβεβαιότητα δικαίου < (καθαρεύουσα) ἀβεβαιότης δικαίου < → δείτε τις λέξεις αβεβαιότητα και δίκαιο
Έκφραση[επεξεργασία]
αβεβαιότητα δικαίου
- (νομικός όρος) ιδιότυπη κατάσταση όπου ή δεν υφίσταται σχετική νομοθεσία, ή η υφιστάμενη δεν καλύπτει ενιαίες αρχές - ιδέες, ή ακόμα. όταν κάποια υφιστάμενα τοπικά έθιμα αλληλοσυγκρούονται προς το κοινό δίκαιο καθιστώντας έτσι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προβληματική την εφαρμογή κανόνα δικαίου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Βασική αιτία τέτοιας κατάστασης είναι συνηθέστερα η έλλειψη αποφασιστικότητας, η πολυνομία, καθώς και η τυχούσα κυβερνητική ανεπάρκεια - αστάθεια. Βασικός φορέας καταστολής τέτοιου φαινομένου είναι το συνταγματικό δικαστήριο, ή ο θεσμός άλλου ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβεβαιότητα δικαίου
|