αβκωτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβκωτή θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Χατζηιωάννου, Κ. Ετυμολογικό λεξικό της ομιλούμενης κυπριακής διαλέκτου στο Κέντο Εννοκής Γλώσσας