Μετάβαση στο περιεχόμενο

αβλέπτημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβλέπτημα τα αβλεπτήματα
      γενική του αβλεπτήματος των αβλεπτημάτων
    αιτιατική το αβλέπτημα τα αβλεπτήματα
     κλητική αβλέπτημα αβλεπτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβλέπτημα < ελληνιστική κοινή ἀβλέπτημα[1] < ἀβλεπτέω / ἀβλεπτῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈvle.pti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβλέπτημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβλέπτημα ουδέτερο

  1. λάθος οφειλόμενο σε απροσεξία, εκ παραδρομής, όταν κάτι «μας ξεφεύγει»
  2. ατόπημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αβλέπτημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)