αβλαβής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβλαβής | η | αβλαβής | το | αβλαβές |
γενική | του | αβλαβούς | της | αβλαβούς | του | αβλαβούς |
αιτιατική | τον | αβλαβή | την | αβλαβή | το | αβλαβές |
κλητική | αβλαβή(ς) | αβλαβής | αβλαβές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβλαβείς | οι | αβλαβείς | τα | αβλαβή |
γενική | των | αβλαβών | των | αβλαβών | των | αβλαβών |
αιτιατική | τους | αβλαβείς | τις | αβλαβείς | τα | αβλαβή |
κλητική | αβλαβείς | αβλαβείς | αβλαβή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβλαβής < αρχαία ελληνική ἀβλαβής
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβλαβής, -ής, -ές
- που δεν έχει υποστεί βλάβη, ακέραιος, αλώβητος, άθικτος
- βγήκε από το κτίριο σώος και αβλαβής
- που δεν έχει δυνατότητα ή πρόθεση να προκαλέσει βλάβη
- η κατά λάθος κατάποση μιας τσίχλας γενικά θεωρείται αβλαβής για τον οργανισμό
- (νομικός όρος, διεθνές δίκαιο) ναυσιπλοΐα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, που πρέπει να είναι ασφαλής και ταχεία, χωρίς να διαταραχθεί η τάξη του παράκτιου κράτους, «αβλαβής διέλευση του αντιτορπιλικού»