αβληχρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβληχρός | η | αβληχρή | το | αβληχρό |
γενική | του | αβληχρού | της | αβληχρής | του | αβληχρού |
αιτιατική | τον | αβληχρό | την | αβληχρή | το | αβληχρό |
κλητική | αβληχρέ | αβληχρή | αβληχρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβληχροί | οι | αβληχρές | τα | αβληχρά |
γενική | των | αβληχρών | των | αβληχρών | των | αβληχρών |
αιτιατική | τους | αβληχρούς | τις | αβληχρές | τα | αβληχρά |
κλητική | αβληχροί | αβληχρές | αβληχρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβληχρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβληχρός < ἀ- επιτατικό + βληχρός (αδύναμος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vliˈxɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βλη‐χρός
Επίθετο[επεξεργασία]
αβληχρός, -ή, -ό
- (σπάνιο, αρχαιοπρεπές, ιατρική) αδύναμος, ισχνός, ασθενής, ήπιος
- ※ Η διάσπαση επισυμβαίνει μεταξύ 5ης και 10ης μετεγχειρητικής ημέρας και η συμπτωματολογία είναι αβληχρή
- Τομέας Χειρουργικής Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γενική χειρουργική, επιμέλεια: Κωνσταντίνος Τσαλής, Απόστολος Καμπαρούδης και Βασίλειος Παπαδόπουλος (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, ²2017, ISBN 978-960-12-2268-4), σσ .47-48.
- ※ Η διάσπαση επισυμβαίνει μεταξύ 5ης και 10ης μετεγχειρητικής ημέρας και η συμπτωματολογία είναι αβληχρή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)