αβοήθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβοήθητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀβοήθητος (που δεν θεραπεύεται). Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (βοηθάω) βοηθ- + -ητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.voˈi.θi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐ή‐θη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβοήθητος, -η, -ο
- που δεν είχε βοήθεια ή υποστήριξη
- το θύμα του τροχαίου έμεινε στην άσφαλτο αβοήθητο
- που δεν έχει πλέον την ευκαιρία να βοηθηθεί, να σωθεί
- στην τωρινή του κατάσταση, είναι αβοήθητος
- που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί, να σωθεί
- ένιωθα τόσο αβοήθητος όταν χωρίσαμε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βοηθός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ητος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)