αβοήθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβοήθητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβοήθητος[1][2] (που δεν θεραπεύεται). Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (βοηθάω) βοηθ- + -ητος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.voˈi.θi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐ή‐θη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αβοήθητος, -η, -ο
- που δεν έχει βοήθεια ή υποστήριξη
- το θύμα του τροχαίου έμεινε στην άσφαλτο αβοήθητο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη βοηθός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβοήθητος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβοήθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβοήθητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ητος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)