αβράδιαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβράδιαστα < αβράδιαστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αβράδιαστα
- χωρίς να βραδιάζει
- (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) ατέλειωτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αβράδιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβράδιαστος