αβρόφρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβρόφρων (μαρτυρείται από το 1860)[1]< καθαρεύουσα ἁβρόφρων (σχηματίστηκε κατά το σώφρων, αβρ(ός) + -ό- + -φρων)
Επίθετο[επεξεργασία]
αβρόφρων, -ων, -ον
- (λόγιο) που έχει αβρούς, λεπτούς τρόπους, ο ευγενικός, ο διακριτικά κολακευτικός
- → δείτε και τη λέξη ευγενής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 3, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'αιδήμων' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φρων (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)