Μετάβαση στο περιεχόμενο

αβυσσαλέα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβυσσαλέα < αβυσσαλέ(ος) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vi.saˈle.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βυσ‐σα‐λέ‐α

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αβυσσαλέα (τοπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αβυσσαλέοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αβυσσαλέα