αβυσσαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβυσσαλέος η αβυσσαλέα το αβυσσαλέο
      γενική του αβυσσαλέου της αβυσσαλέας του αβυσσαλέου
    αιτιατική τον αβυσσαλέο την αβυσσαλέα το αβυσσαλέο
     κλητική αβυσσαλέε αβυσσαλέα αβυσσαλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβυσσαλέοι οι αβυσσαλέες τα αβυσσαλέα
      γενική των αβυσσαλέων των αβυσσαλέων των αβυσσαλέων
    αιτιατική τους αβυσσαλέους τις αβυσσαλέες τα αβυσσαλέα
     κλητική αβυσσαλέοι αβυσσαλέες αβυσσαλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβυσσαλέος < άβυσσ(ος) + -αλέος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vi.saˈle.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βυσ‐σα‐λέ‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αβυσσαλέος, -α, -ο

  1. που έχει μεγάλο βάθος, κρημνώδης, βαραθρώδης
    αβυσσαλέο χάσμα
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά μεγάλος
    αβυσσαλέο μίσος
  3. καταχθόνιος, ανεξιχνίαστος
    είναι άνθρωποι με αβυσσαλέα αισθήματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]