αβυσσαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vi.saˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βυσ‐σα‐λέ‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]αβυσσαλέος, -α, -ο
- που έχει μεγάλο βάθος, κρημνώδης, βαραθρώδης
- ⮡ αβυσσαλέο χάσμα
- ※ Φοράει ένα στενό, πράσινο φόρεμα με αβυσσαλέο ντεκολτέ που θα ανάγκαζε χωρίς δεύτερη σκέψη τον Οδυσσέα να κάνει ακόμα μια μακροχρόνια παρέκκλιση στο ταξίδι της επιστροφής προς την Ιθάκη. (Γρηγόρης Αζαριάδης, Παραπλάνηση, εκδ. Μεταίχμιο, 2020)
- (μεταφορικά) υπερβολικά μεγάλος
- ⮡ αβυσσαλέο μίσος
- καταχθόνιος, ανεξιχνίαστος
- ⮡ είναι άνθρωποι με αβυσσαλέα αισθήματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβυσσαλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αβυσσαλέος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλέος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)