αβυσσαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβυσσαλέος < άβυσσος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβυσσαλέος -α -ο (φυσική), (βιολογία)
- που έχει μεγάλο βάθος, κρημνώδης, βαραθρώδης
- αβυσσαλέο χάσμα
- (μεταφορικά) υπερβολικά μεγάλος
- αβυσσαλέο μίσος
- καταχθόνιος, ανεξιχνίαστος
- είναι άνθρωποι με αβυσσαλέα αισθήματα