αβύζαχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈvi.za.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βύ‐ζα‐χτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβύζαχτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν βυζάξει, θηλάσει
- ↪ το μωρό είναι δύο μέρες αβύζαχτο
- άλλες μορφές: αβύζαστος (σπανιότερο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αβύζαχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας