αγάλακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγάλακτος η αγάλακτη το αγάλακτο
      γενική του αγάλακτου της αγάλακτης του αγάλακτου
    αιτιατική τον αγάλακτο την αγάλακτη το αγάλακτο
     κλητική αγάλακτε αγάλακτη αγάλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγάλακτοι οι αγάλακτες τα αγάλακτα
      γενική των αγάλακτων των αγάλακτων των αγάλακτων
    αιτιατική τους αγάλακτους τις αγάλακτες τα αγάλακτα
     κλητική αγάλακτοι αγάλακτες αγάλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγάλακτος < α- (στερητικό) + γάλα

Επίθετο[επεξεργασία]

αγάλακτος, -η, -ο

  1. που δεν παράγει αρκετό γάλα, που έχει προσβληθεί από αγαλακτία
  2. που έχει σταματήσει πλέον να θηλάζει
    αγάλακτο παιδί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]