αγάλακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αγάλακτος, -η, -ο
- που δεν παράγει αρκετό γάλα, που έχει προσβληθεί από αγαλακτία
- που έχει σταματήσει πλέον να θηλάζει
- αγάλακτο παιδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγάλακτος
|