αγάπανθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγάπανθος οι αγάπανθοι
      γενική του αγάπανθου των αγάπανθων
    αιτιατική τον αγάπανθο τους αγάπανθους
     κλητική αγάπανθε αγάπανθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγάπανθος Νότιας Αφρικής

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγάπανθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική agapanthus < αρχαία ελληνική ἀγάπη + -anthus (> αρχαία ελληνική ἄνθος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣa.pan.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γά‐παν‐θος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγάπανθος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]