αγάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγάρ ουδέτερο άκλιτο
- (βιολογία) σύνθετος πολυσακχαρίτης που παράγεται από θαλάσσια φύκη (ροδοφύκη) και ο οποίος χρησιμοποιείται σε μορφή ζελέ σαν στερεοποιητικός / πηκτικός παράγοντας (στην οδοντοτεχνία, στην ηλεκτροχημεία, στην εντομολογία κ.α.) και ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή αγορά τον 17ο αιώνα προερχόμενος από Κίνα και Ιαπωνία
- ↪ θρεπτικό αγάρ στη μικροβιολογία, για την ανάπτυξη βακτηρίων, ώστε να ανιχνευθεί η τυχόν ύπαρξη μικροβίων σε ένα δείγμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μαλαϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)