αγάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Τρυβλίο Πέτρι με αιματούχο αγάρ για καλλιέργεια μικροβίων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγάρ < γαλλική agar < μαλαϊκή agar / agar-agar < σανσκριτική अग्र (agra)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγάρ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]