Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγέλαστος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀγέλαστος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγέλαστος η αγέλαστη το αγέλαστο
      γενική του αγέλαστου της αγέλαστης του αγέλαστου
    αιτιατική τον αγέλαστο την αγέλαστη το αγέλαστο
     κλητική αγέλαστε αγέλαστη αγέλαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγέλαστοι οι αγέλαστες τα αγέλαστα
      γενική των αγέλαστων των αγέλαστων των αγέλαστων
    αιτιατική τους αγέλαστους τις αγέλαστες τα αγέλαστα
     κλητική αγέλαστοι αγέλαστες αγέλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγέλαστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέλαστος[1] < ἀ- (στερητικό) + γελῶ (γελασ- + τός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈʝe.la.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγέλαστος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αγέλαστος, -η, -ο

  • αυτός που δε γελάει, ο ανέκφραστος
      Αγέλαστος, ζοφερός, αδιάφορος και (συνήθως) αμίλητος, δείχνει ανίκανος να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους (γι’ αυτό η θλίψη).
    Κοσμάς Βίδος, Αγένεια!, Το Βήμα, 26 Μαΐου 2017

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγέλαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)