αγέννητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αγέννητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέννητος < ἀ- (στερητικό) + γεννητός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγέννητος, -η, -ο
- που δεν έχει γεννηθεί
- που δεν έχει αρχή, που δεν έχει δημιουργηθεί από κάτι άλλο, αυθύπαρκτος
- (με ενεργητική σημασία) που δεν έχει γεννήσει ακόμη
- η κατσίκα μου είναι ακόμη αγέννητη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γεννάω