αγαθά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αγαθά < αγαθός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αγαθά
- καλοπροαίρετα, αλλά ίσως και λίγο αφελώς
- τον φιλοξένησε αγαθά, γιατί δεν ήξερε ότι ο παλιός συμμαθητής του τώρα ήταν δραπέτης
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αγαθά < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου αγαθός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαθά ουδέτερο πληθυντικός
- αντικείμενα και περιουσία που αποκτά ή επιζητεί να αποκτήσει κάποιος
- πολλοί δίνουν σημασία μόνον στα υλικά αγαθά
- προστάτευε τα αγαθά του
- είχε όλα τα αγαθά του κόσμου
- η κοινωνία διαθέτει πολλά καταναλωτικά αγαθά
- για πρόσθετες σημασίες, βλέπε και αγαθό στον ενικό