αγαθήμερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθήμερος η αγαθήμερη το αγαθήμερο
      γενική του αγαθήμερου της αγαθήμερης του αγαθήμερου
    αιτιατική τον αγαθήμερο την αγαθήμερη το αγαθήμερο
     κλητική αγαθήμερε αγαθήμερη αγαθήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθήμεροι οι αγαθήμερες τα αγαθήμερα
      γενική των αγαθήμερων των αγαθήμερων των αγαθήμερων
    αιτιατική τους αγαθήμερους τις αγαθήμερες τα αγαθήμερα
     κλητική αγαθήμεροι αγαθήμερες αγαθήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαθήμερος < αρχαία ελληνική ἀγαθήμερος

Επίθετο[επεξεργασία]

αγαθήμερος, -η, -ο

  • αυτός που διάγει ή προσπαθεί να διάγει καλές ημέρες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]