αγαθήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθήμερος < αρχαία ελληνική ἀγαθήμερος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαθήμερος, -η, -ο
- αυτός που διάγει ή προσπαθεί να διάγει καλές ημέρες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθήμερος
|