αγαθεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θεύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
αγαθεύω, αόρ.: αγάθεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι αφελής, βλάκας, μωραίνομαι
- αφαιρούμαι, χάνω την προσοχή μου
- μένω εμβρόντητος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθεύω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αγαθεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας