αγαθοεργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγαθοεργός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθοεργός η αγαθοεργή
αγαθοεργός
το αγαθοεργό
      γενική του αγαθοεργού της αγαθοεργής
αγαθοεργού
του αγαθοεργού
    αιτιατική τον αγαθοεργό την αγαθοεργή
αγαθοεργό
το αγαθοεργό
     κλητική αγαθοεργέ αγαθοεργή
αγαθοεργέ
αγαθοεργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοεργοί οι αγαθοεργές
αγαθοεργοί
τα αγαθοεργά
      γενική των αγαθοεργών των αγαθοεργών
αγαθοεργών
των αγαθοεργών
    αιτιατική τους αγαθοεργούς τις αγαθοεργές
αγαθοεργούς
τα αγαθοεργά
     κλητική αγαθοεργοί αγαθοεργές
αγαθοεργοί
αγαθοεργά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ραδιενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαθοεργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθοεργός < αρχαία ελληνική ἀγαθ(ός) + -ο- + -εργός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo.eɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐θό‐ε‐ργος

Επίθετο[επεξεργασία]

αγαθοεργός, -ή/ός, -ό [1][2]

  1. (λόγιο)που κάνει καλές πράξεις, ο φιλάνθρωπος
  2. (λόγιο)που αναφέρεται στην αγαθοεργία
    η αγαθοεργή δράση του σωματείου μας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αγαθοεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)