αγαθοεργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθοεργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθοεργός < αρχαία ελληνική ἀγαθ(ός) + -ο- + -εργός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo.eɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θό‐ε‐ργος
Επίθετο[επεξεργασία]
- (λόγιο)που κάνει καλές πράξεις, ο φιλάνθρωπος
- (λόγιο)που αναφέρεται στην αγαθοεργία
- ↪ η αγαθοεργή δράση του σωματείου μας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθοεργός
[επεξεργασία]
- ↑ αγαθοεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -η' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ραδιενεργός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)