αγαθοθυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθοθυμία < (μεταφραστικό δάνειο) : γαλλική bonne humeur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαθοθυμία θηλυκό
- η αγαθή διάθεση του ανθρώπου για ευεργεσία
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η λέξη αυτή φέρεται να πλάστηκε από τον Φίλιππο Ιωάννου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθοθυμία
|