αγαθόδωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθόδωρος < μεσαιωνική ελληνική: αγαθό + δώρο + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαθόδωρος, -ος, -ον
- αυτός που δωρίζει αγαθά
- (μεταφορικά) ο γενναιόδωρος, ο απλοχέρης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθόδωρος
|