αγαθόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθόπουλο < υποκοριστικό του αγαθός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαθόπουλο ουδέτερο
- το παιδί του αγαθού (με καλή ή κακή έννοια)
- ο μικρός σε ηλικία αγαθιάρης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθόπουλο
|