αγαλλιάζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγαλλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαλλιάζω < ελληνιστική κοινή ἀγαλλιῶ (χαίρομαι πάρα πολύ) < αρχαίας ελληνικής προέλευσης ἀγάλλω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣa.liˈa.zo/
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈʎa.zo/ [1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐λι‐ά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αγαλλιάζω, αόρ.: αγαλλίασα/αγάλλιασα (χωρίς παθητική φωνή)
- χαίρομαι πάρα πολύ, ευφραίνομαι
- ⮡ μόλις τον είδα, αγαλλίασε η ψυχή μου
- ⮡ μόλις τον είδα, αγάλλιασε η καρδούλα μου, τέτοια χαρά που πήρα!
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Και λιγότερο επίσημοι τύποι: παρατατικός: αγάλλιαζα, αόριστος: αγάλλιασα, συχνότεροι στο σύνθετο αναγαλλιάζω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγαλλιάζω | αγαλλίαζα | θα αγαλλιάζω | να αγαλλιάζω | αγαλλιάζοντας | |
β' ενικ. | αγαλλιάζεις | αγαλλίαζες | θα αγαλλιάζεις | να αγαλλιάζεις | αγαλλίαζε | |
γ' ενικ. | αγαλλιάζει | αγαλλίαζε | θα αγαλλιάζει | να αγαλλιάζει | ||
α' πληθ. | αγαλλιάζουμε | αγαλλιάζαμε | θα αγαλλιάζουμε | να αγαλλιάζουμε | ||
β' πληθ. | αγαλλιάζετε | αγαλλιάζατε | θα αγαλλιάζετε | να αγαλλιάζετε | αγαλλιάζετε | |
γ' πληθ. | αγαλλιάζουν(ε) | αγαλλίαζαν αγαλλιάζαν(ε) |
θα αγαλλιάζουν(ε) | να αγαλλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγαλλίασα | θα αγαλλιάσω | να αγαλλιάσω | αγαλλιάσει | ||
β' ενικ. | αγαλλίασες | θα αγαλλιάσεις | να αγαλλιάσεις | αγαλλίασε | ||
γ' ενικ. | αγαλλίασε | θα αγαλλιάσει | να αγαλλιάσει | |||
α' πληθ. | αγαλλιάσαμε | θα αγαλλιάσουμε | να αγαλλιάσουμε | |||
β' πληθ. | αγαλλιάσατε | θα αγαλλιάσετε | να αγαλλιάσετε | αγαλλιάστε | ||
γ' πληθ. | αγαλλίασαν αγαλλιάσαν(ε) |
θα αγαλλιάσουν(ε) | να αγαλλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγαλλιάσει | είχα αγαλλιάσει | θα έχω αγαλλιάσει | να έχω αγαλλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγαλλιάσει | είχες αγαλλιάσει | θα έχεις αγαλλιάσει | να έχεις αγαλλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγαλλιάσει | είχε αγαλλιάσει | θα έχει αγαλλιάσει | να έχει αγαλλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγαλλιάσει | είχαμε αγαλλιάσει | θα έχουμε αγαλλιάσει | να έχουμε αγαλλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγαλλιάσει | είχατε αγαλλιάσει | θα έχετε αγαλλιάσει | να έχετε αγαλλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγαλλιάσει | είχαν αγαλλιάσει | θα έχουν αγαλλιάσει | να έχουν αγαλλιάσει |
|
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγαλλιάζω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 αγαλλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγαλλιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)