Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγαλλιάζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀγαλλιάζω, ἀγαλιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγαλλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαλλιάζω < ελληνιστική κοινή ἀγαλλιῶ (χαίρομαι πάρα πολύ) < αρχαίας ελληνικής προέλευσης ἀγάλλω [1]
διαφορετικό το μεσαιωνικό ἀγαλιάζω (ηρεμώ, καθησυχάζω) (< ἀγάλι γαλήνη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣa.liˈa.zo/
ΔΦΑ : /a.ɣaˈʎa.zo/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαλ‐λι‐ά‐ζω

αγαλλιάζω, αόρ.: αγαλλίασα/αγάλλιασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • χαίρομαι πάρα πολύ, ευφραίνομαι
    ⮡  μόλις τον είδα, αγαλλίασε η ψυχή μου
    ⮡  μόλις τον είδα, αγάλλιασε η καρδούλα μου, τέτοια χαρά που πήρα!

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Και λιγότερο επίσημοι τύποι: παρατατικός: αγάλλιαζα, αόριστος: αγάλλιασα, συχνότεροι στο σύνθετο αναγαλλιάζω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγαλλιάζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)