αγαλλιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγαλλιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
  2. θα αγαλλιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαλλιάζω
  3. να αγαλλιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω