αγαμοσπερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαμοσπερμία θηλυκό
- (βιολογία): αναπαραγωγή χωρίς γονιμοποίηση ή μείωση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαμοσπερμία
|