αγανακτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγανακτισμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγανακτισμένος[1][2] < αρχαία ελληνική ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣa.na.ktiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐να‐κτι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αγανακτισμένος, -η, -ο
- που έχει αγανακτήσει, που διακατέχεται από αγανάκτηση
- ※ Ο σημερινός διαμαρτυρόμενος ή και «αγανακτισμένος» πολίτης φαίνεται να απαιτεί «ασφάλεια και τάξη» («κατάργηση» πανεπιστημιακού ασύλου) και ταυτόχρονα να εγκρίνει ανομικές συμπεριφορές (περιπτώσεις λιντσαρίσματος βουλευτών).
- Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αγανακτισμένος θέλει και νόμο και αταξία, Το Βήμα, 17 Ιουλίου 2011
- ※ Ο σημερινός διαμαρτυρόμενος ή και «αγανακτισμένος» πολίτης φαίνεται να απαιτεί «ασφάλεια και τάξη» («κατάργηση» πανεπιστημιακού ασύλου) και ταυτόχρονα να εγκρίνει ανομικές συμπεριφορές (περιπτώσεις λιντσαρίσματος βουλευτών).
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγανακτισμένα (επίρρημα)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγανακτισμένος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγανακτισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγανακτισμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)