αγανακτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγανακτώ < αρχαία ελληνική ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ < ἄγαν + ἔχω
Ρήμα[επεξεργασία]
αγανακτώ και αγαναχτώ
- (αμετάβατο) καταλαμβάνομαι από αγανάκτηση, δικαιολογημένο θυμό επειδή αδικούμαι ή ταλαιπωρούμαι αδικαιολόγητα
- τόσες ώρες στην αίθουσα αναμονής, αγανάκτησε ο άνθρωπος!
- (αμετάβατο) κουράζομαι πολύ μέχρι να κάνω κάτι
- αγανάκτησα μέχρι να πιάσω γραμμή με το εξωτερικό
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ
- τον αγανάκτησε αυτή η συμπεριφορά
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγανακτώ | αγανακτούσα | θα αγανακτώ | να αγανακτώ | αγανακτώντας | |
β' ενικ. | αγανακτείς | αγανακτούσες | θα αγανακτείς | να αγανακτείς | (αγανάκτει) | |
γ' ενικ. | αγανακτεί | αγανακτούσε | θα αγανακτεί | να αγανακτεί | ||
α' πληθ. | αγανακτούμε | αγανακτούσαμε | θα αγανακτούμε | να αγανακτούμε | ||
β' πληθ. | αγανακτείτε | αγανακτούσατε | θα αγανακτείτε | να αγανακτείτε | αγανακτείτε | |
γ' πληθ. | αγανακτούν(ε) | αγανακτούσαν(ε) | θα αγανακτούν(ε) | να αγανακτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγανάκτησα | θα αγανακτήσω | να αγανακτήσω | αγανακτήσει | ||
β' ενικ. | αγανάκτησες | θα αγανακτήσεις | να αγανακτήσεις | αγανάκτησε | ||
γ' ενικ. | αγανάκτησε | θα αγανακτήσει | να αγανακτήσει | |||
α' πληθ. | αγανακτήσαμε | θα αγανακτήσουμε | να αγανακτήσουμε | |||
β' πληθ. | αγανακτήσατε | θα αγανακτήσετε | να αγανακτήσετε | αγανακτήστε | ||
γ' πληθ. | αγανάκτησαν αγανακτήσαν(ε) |
θα αγανακτήσουν(ε) | να αγανακτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγανακτήσει | είχα αγανακτήσει | θα έχω αγανακτήσει | να έχω αγανακτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγανακτήσει | είχες αγανακτήσει | θα έχεις αγανακτήσει | να έχεις αγανακτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγανακτήσει | είχε αγανακτήσει | θα έχει αγανακτήσει | να έχει αγανακτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγανακτήσει | είχαμε αγανακτήσει | θα έχουμε αγανακτήσει | να έχουμε αγανακτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγανακτήσει | είχατε αγανακτήσει | θα έχετε αγανακτήσει | να έχετε αγανακτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγανακτήσει | είχαν αγανακτήσει | θα έχουν αγανακτήσει | να έχουν αγανακτήσει |
|