αγαναχτήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγαναχτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγαναχτώ
  2. θα αγαναχτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαναχτώ
  3. να αγαναχτήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαναχτώ