αγανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγανός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγανός η αγανή το αγανό
      γενική του αγανού της αγανής του αγανού
    αιτιατική τον αγανό την αγανή το αγανό
     κλητική αγανέ αγανή αγανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγανοί οι αγανές τα αγανά
      γενική των αγανών των αγανών των αγανών
    αιτιατική τους αγανούς τις αγανές τα αγανά
     κλητική αγανοί αγανές αγανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγανός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγανός (μαλακός, ευγενικός).[1] Δε συνδέεται με το άγανο (< ἄκανος).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐νός

Επίθετο[επεξεργασία]

αγανός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]