Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγαπίζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀγαπίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγαπίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαπίζω < αρχαία ελληνική ἀγαπάω-ῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣaˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαπίζω

αγαπίζω, αόρ.: αγάπισα (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]