αγαπηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγαπηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγαπιέμαι
  2. θα αγαπηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαπιέμαι
  3. να αγαπηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαπιέμαι