αγαπημένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈme.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πη‐μέ‐να
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- αγαπημένα < αγαπημέν(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αγαπημένα
- με στοργή, χωρίς αντιπαραθέσεις
- ↪ να παίζετε αγαπημένα. Μην τσακώνεστε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- αγαπημένα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής αγαπημένος στον πληθυντικό, αγγλική bookmarks
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαπημένα ουδέτερο
- (διαδίκτυο) οι σελιδοδείκτες στο διαδίκτυο, οι ιστοσελιδες που κάποιος σημειώνει για να επισκέπτεται συχνά χωρις να χρειάζεται να τις αναζητεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- αγαπημένα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
αγαπημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγαπημένος