αγαπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγαπάω / αγαπώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αγαπημένος, -η, -ο
- που τον αγαπά ένα πρόσωπο
- ↪ έστειλε ένα γράμμα στην αγαπημένη της κόρη
- ο προτιμώμενος, ο εκλεκτός, ο ξεχωριστός
- ↪ το αγαπημένο μου βιβλίο
- το ερωτικά προτιμώμενο άτομο
- ↪ πήγε να δει τον αγαπημένο της φίλο απ' τα παλιά
[επεξεργασία]
- αγαπημένα (επίρρημα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παλιότερη μορφή: ἠγαπημένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για τη μετοχή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαστε αγαπημένοι: έχουμε καλές και αρμονικές σχέσεις μεταξύ μας, δεν τσακωνόμαστε
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαπημένος αρσενικό