αγαπητικότητα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αγαπητικότητα | αγαπητικότητες |
γενική | αγαπητικότητας | αγαπητικοτήτων |
αιτιατική | αγαπητικότητα | αγαπητικότητες |
κλητική | αγαπητικότητα | αγαπητικότητες |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
αγαπητικότητα < αγαπητικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαπητικότητα θηλυκό