αγαπητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαπητός < ελληνιστική κοινή ἀγαπητός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγαπητός, -ή, -ό
- που τον αγαπούν οι άλλοι, που τον συμπαθούν
- είναι άνθρωπος γενικά πολύ αγαπητός
- χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση
- αγαπητοί μου συνεργάτες
- (θρησκεία) εκλεκτός, προσφιλής
- ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα (Ματθ. γ΄, 17)