αγαπιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣaˈpçe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πιέ‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγαπιέμαι, π.αόρ.: αγαπήθηκα, μτχ.π.π.: αγαπημένος

  • παθητική φωνή του ρήματος αγαπάω/αγαπώ
    1. παθητικές σημασίες του αγαπάω
    2. (στην παθητική φωνή, αλληλοπαθητικό) για κάποιους που αγαπούν ο ένας τον άλλον
      αγαπήθηκαν στα φοιτητικά τους χρόνια

Κλίση[επεξεργασία]