αγαρμπιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαρμπιά οι αγαρμπιές
      γενική της αγαρμπιάς των αγαρμπιών
    αιτιατική την αγαρμπιά τις αγαρμπιές
     κλητική αγαρμπιά αγαρμπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαρμπιά < α- στερητικό + γάρμπ(ος) (=κομψότητα, -ος < ιταλική garbo), δηλαδή αυτός που δεν είναι κομψός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγαρμπιά θηλυκό