αγαρμποσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαρμποσύνη | οι | αγαρμποσύνες |
γενική | της | αγαρμποσύνης | — | |
αιτιατική | την | αγαρμποσύνη | τις | αγαρμποσύνες |
κλητική | αγαρμποσύνη | αγαρμποσύνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαρμποσύνη < άγαρμπ(ος) + -οσύνη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣaɾ.boˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαρ‐μπο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαρμποσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα του άγαρμπου, η αδεξιότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαρμποσύνη
→ δείτε τη λέξη αδεξιότητα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)