αγγέλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγέλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγέλλω < *αγγελ-jω < ἄγγελος (αρχαία σημασία: αγγλελιοφόρος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋˈɟe.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γέλ‐λω
Ρήμα
[επεξεργασία]αγγέλλω, πρτ.: ήγγελλα, αόρ.: ήγγειλα, παθ.φωνή: αγγέλλομαι, π.αόρ.: αγγέλθηκα, μτχ.π.π.: αγγελμένος, συνήθως στον ενεστώτα και σε σύνθετα
- (λόγιο) φέρνω μία είδηση, αναγγέλλω, ανακοινώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη άγγελος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγέλλω
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγέλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)