αγγίξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αγγίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγγίζω
- θα αγγίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγγίζω
- να αγγίξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγγίζω