Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγγειογενής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειογενής η αγγειογενής το αγγειογενές
      γενική του αγγειογενούς* της αγγειογενούς του αγγειογενούς
    αιτιατική τον αγγειογενή την αγγειογενή το αγγειογενές
     κλητική αγγειογενή(ς) αγγειογενής αγγειογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειογενείς οι αγγειογενείς τα αγγειογενή
      γενική των αγγειογενών των αγγειογενών των αγγειογενών
    αιτιατική τους αγγειογενείς τις αγγειογενείς τα αγγειογενή
     κλητική αγγειογενείς αγγειογενείς αγγειογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγγειογενής < αγγείο + -ο- + -γενής ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) vasogenic)

Επίθετο

[επεξεργασία]

αγγειογενής, -ής, -ές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]