αγγειογενής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγειογενής | η | αγγειογενής | το | αγγειογενές |
| γενική | του | αγγειογενούς* | της | αγγειογενούς | του | αγγειογενούς |
| αιτιατική | τον | αγγειογενή | την | αγγειογενή | το | αγγειογενές |
| κλητική | αγγειογενή(ς) | αγγειογενής | αγγειογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγειογενείς | οι | αγγειογενείς | τα | αγγειογενή |
| γενική | των | αγγειογενών | των | αγγειογενών | των | αγγειογενών |
| αιτιατική | τους | αγγειογενείς | τις | αγγειογενείς | τα | αγγειογενή |
| κλητική | αγγειογενείς | αγγειογενείς | αγγειογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αγγειογενής, -ής, -ές