αγγειογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειογραφικός η αγγειογραφική το αγγειογραφικό
      γενική του αγγειογραφικού της αγγειογραφικής του αγγειογραφικού
    αιτιατική τον αγγειογραφικό την αγγειογραφική το αγγειογραφικό
     κλητική αγγειογραφικέ αγγειογραφική αγγειογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειογραφικοί οι αγγειογραφικές τα αγγειογραφικά
      γενική των αγγειογραφικών των αγγειογραφικών των αγγειογραφικών
    αιτιατική τους αγγειογραφικούς τις αγγειογραφικές τα αγγειογραφικά
     κλητική αγγειογραφικοί αγγειογραφικές αγγειογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειογραφικός, ή, ό < αγγειογραφία

Επίθετο[επεξεργασία]

αγγειογραφικός

  1. σχετικός με την εξέταση της αγγειογραφίας ή γενικά σχετικός με την απεικόνιση των αγγείων
    αγγειογραφικό μηχάνημα / αγγειογραφική ένδειξη ή ανταπόκριση / αγγειογραφικός εξοπλισμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]