αγγειοδερματίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοδερματίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική angiodermatitis < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον + δέρμα δερματ- + -ῖτις. Αναλύεται σε αγγειο- + (δέρμα) δερματ- + -ίτιδα (δερματίτιδα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοδερματίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοδερματίτιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτιδα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)